εὐκομιδής

εὐκομιδής
εὐκομιδής
well cared for
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευκομιδής — εὐκομιδής, ές (Α) αυτός για τον οποίο έχει επιμεληθεί, έχει φροντίσει κάποιος καλά, ο καλοφροντισμένος («εὐκομιδεῑς νομαί», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κομιδή (< κομίζω «φροντίζω», υποχωρητικός σχηματισμός)] …   Dictionary of Greek

  • εὐκομιδεστάτας — εὐκομιδεστάτᾱς , εὐκομιδής well cared for fem acc superl pl εὐκομιδεστάτᾱς , εὐκομιδής well cared for fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκόμιστος — η, ο (ΑΜ εὐκόμιστος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μεταφέρεται χωρίς κόπο αρχ. 1. ευκομιδής, επιμελημένος, καλοφροντισμένος 2. ιατρ. αυτός που εξάγεται, που εκβάλλεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κομιστός (< κομίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”